- ἐνδιέκειντο
- ἐν-διάκειμαιto be served at tableimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδιάκειμαι — ἐνδιάκειμαι (Α) είμαι τοποθετημένος σε κάτι («ἐνδιέκειντο δὲ ταῑς σχοινίσι... λίθοι πολυτελεῑς») … Dictionary of Greek